- ὀστέων
- ὀστέονd Fr.neut gen pl (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
Aerosteon — Taxobox name = Aerosteon fossil range= Fossil range|84Late Cretaceous image width = 250px image caption = Pneumatic features of A. riocoloradensis regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Sauropsida superordo = Dinosauria ordo = Saurischia… … Wikipedia
διάφυση — η (Α διάφυσις) 1. το τμήμα τών μακρών οστών ανάμεσα στα δύο άκρα («ἐκ τῆς διαφύσεως τῶν τοῡ πήχεος ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. βλάστηση αρχ. 1. διχοτόμηση, κατανομή 2. ρωγμή σε βράχο 3. αρμός ανάμεσα στον κορμό και στο κλαδί 4. διαχωριστική γραμμή 5.… … Dictionary of Greek
ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος … Dictionary of Greek
επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… … Dictionary of Greek
ευαπόλυτος — εὐαπόλυτος, ον (Α) 1. αυτός που χωρίζεται εύκολα από κάτι («εὐαπόλυτος οὖσα ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ξεριζώνεται εύκολα 3. (για πρόβλημα ή απορία) αυτός που λύνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο λύω (πρβλ. αν απόλυτος, δυσ απόλυτος)] … Dictionary of Greek
εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
οδυρτός — ὀδυρτός, ή, όν (Α) [οδύρομαι] 1. αξιοθρήνητος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek